- εναπομένω
- εναπόμεινα, αμτβ., απομένω κάπου ως υπόλοιπο, υπολείπομαι: Λίγες ελπίδες εναπόμειναν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εναπομένω — (AM ἐναπομένω) μένω κάπου ως υπόλοιπο, απομένω, εναπολείπομαι, υπολείπομαι, παραμένω σ έναν τόπο ή μια κατάσταση μσν. 1. υστερώ 2. επιμένω (σε συνήθειες, ελαττώματα κ.λπ.) αρχ. μένω σταθερά, διατηρούμαι, διαρκώ … Dictionary of Greek
ἐναπομένω — ἐν , ἀπό μένω stay pres subj act 1st sg ἐν , ἀπό μένω stay pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναπολείπω — (AM ἐναπολείπω) αφήνω μέσα σε κάτι, καταλείπω, αφήνω, εναποθέτω μσν. μέσ. ἐναπολείπομαι 1. υπολείπομαι, εναπομένω 2. μτφ. επιζώ … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek